Επίπτωση της θεραπείας με Ραδιενεργό Ιώδιο 131στην εμφάνιση δεύτερου πρωτοπαθούς καρκίνου

Dr.Κιτοπανιδης Ιωαννης ΕνδοκρινολογοςΟ καρκίνος του θυρεοειδούς αδένος είναι η ποιό συχνή ενδοκρινική κακοήθεια και η συχνότητα εμφάνισης της  νόσου  έχει αυξηθεί κατά τις τελευταίες δεκαετίες σε ολόκληρο τον κόσμου.

Από το 1998  η μέση ετήσια αύξηση της  εμφάνισης του καρκίνου του θυρεοειδούς είναι  6,6% και οι ασθενείς με την κατάλληλη θεραπεία έχουν ευνοϊκή πρόγνωση με το ποσοστό επιβίωσης  στη δεκαετία να υπολογίζεται ότι είναι μεγαλύτερο του 90%  .

Ωστόσο, οι ευνοϊκές συνθήκες επιβίωσης, σε συνδυασμό με την ηλικία των περισσοτέρων ασθενών με καρκίνο του θυρεοειδούς, οδηγεί σε αυξημένο κίνδυνο για μετέπειτα εμφάνιση δεύτερου πρωτοπαθούς καρκίνου

Ο αυξημένος κίνδυνος εμφάνισης δεύτερου καρκίνου σε ασθενείς με καρκίνο θυρεοειδούς έχει αναφερθεί σε πολλές επιδημιολογικές μελέτες με την υπόθεση ότι ο αυξημένος κίνδυνος σχετίζεται  είτε με μια γενετική προδιάθεση για κακοήθεια είτε με  την  ειδική θεραπεία  για την πρωτοπαθή πάθηση .

Το ραδιενεργό Ιώδιο 131 είναι μια  ευρέως  χρησιμοποιούμενη μορφή θεραπείας για τον καρκίνο του θυρεοειδούς αδένος.

Στοχεύει στην λειτουργική καταστροφή οποιοδήποτε παραμένοντος, μετά την χειρουργική θεραπεία, φυσιολογικού η μη θυρεοειδικού ιστού , προκειμένου να μειωθεί ο κίνδυνος υποτροπής, ενώ διευκολύνεται και η περεταίρω παρακολούθηση της νόσου με την μέτρηση της θυρεοσφαιρίνης αλλά και την σπινθηρογραφική ολόσωμη απεικόνιση με Ι 131 .

Σε μια πρόσφατη επιδημιολογική μελέτη αντλήθηκαν πληροφορίες  από την βάση δεδομένων της Εθνικής Υπηρεσίας Ασφάλισης Υγείας της Ταιβάν  για το χρονικό διάστημα μεταξύ των ετών  1997 και 2010 για 20.235 ασθενείς  που είχαν διαγνωστεί με καρκίνο θυρεοειδούς  χωρίς πρότερο ιστορικό  καρκίνου τα προηγούμενα  20 χρόνια ή παλαιότερα.

Η μέση ηλικία των ασθενών κατά την στιγμή της διάγνωσης του καρκίνου του θυρεοειδούς ήταν 46 έτη και το 79,7% ήταν γυναίκες ενώ ο μέσος χρόνος παρακολούθησης ήταν 5,91 έτη.

Μεταξύ των ασθενών αυτών 11.799  ασθενείς, ποσοστό 58,3%,  έλαβαν μια η περισσότερες θεραπείες  με ραδιενεργό ιώδιο , με μέση συσωρευτική δόση 100 mCi , ενώ ένα σύνολο ασθενών 4.782 ατόμων, ποσοστό 40,5%  και κατανομή σε 24,9% άνδρες και 75,1 % γυναίκες,  έλαβε μια εφ’ άπαξ δόση μεγαλύτερη από 100 mCi.

Παρατηρηθήκαν συνολικά 692 περιπτώσεις δεύτερου πρωτοπαθούς καρκίνου με κατά σειρά στατιστική εμφάνιση την λευχαιμία, το μη Hodgkin λέμφωμα, τον καρκίνο του προστάτη , του πνεύμονα και του μεσοθωρακιου , του παγκρέατος , του νεφρού, του μαστού και του παχέος έντερου.

Σε σύγκριση με τον γενικό πληθυσμό οι ασθενείς με καρκίνο θυρεοειδούς έδειξαν ένα στατιστικά υψηλότερο κίνδυνο για ανάπτυξη δεύτερου πρωτοπαθούς καρκίνου.

Τα δεδομένα της μελέτης αυτή  έδειξαν επίσης μια  θετική συσχέτιση του αυξημένου κινδύνου για εμφάνιση λευχαιμίας και της δόσης του ραδιενεργού ιωδίου που οι ασθενείς αυτοί έλαβαν , αλλά  και στατιστικά σημαντικά αυξημένο κίνδυνο όλων των καρκίνων σε μία αθροιστική δόση ραδιενεργού ιωδίου  μεγαλύτερη από 150 mCi.

Επειδή όμως οι επιπτώσεις της ακτινοβολίας μπορεί να διαρκέσουν για περισσότερο από σαράντα χρόνια, σύμφωνα με μελέτες επί των επιζώντων της ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι,  και παρά το γεγονός ότι η μέγιστη διάρκεια παρακολούθησης για την παρούσα μελέτη ήταν περίπου 10 χρόνια, θα μπορούσε ακόμα να είναι πολύ σύντομη η χρονική περίοδος παρακολούθησης για να αξιολογηθεί πλήρως η επίδραση της ακτινοβολίας στην  καρκινογένεση , δεδομένου ότι ενώ η λευχαιμιογόνος επίδραση της ακτινοβολίας έχει αναφερθεί ότι είναι περίπου δύο ή περισσότερα χρόνια, η ογκογόνος δράση της στα  στερεά όργανα είναι κατά πολύ  μεγαλύτερη

Από την άλλη πλευρά επειδή οι ασθενείς με καρκίνο θυρεοειδούς υποβάλλονται σε μια σειρά φυσικών εξετάσεων κατά την διάρκεια της παρακολούθησης της πορείας της νόσου , αυτό αυξάνει και την πιθανότητα για ανεύρεση και άλλων σωματικών προβλημάτων συμπεριλαμβανόμενου και ενός καρκίνου.

Επίσης υπάρχουν  και άλλοι επιβαρυντικοί παράγοντες που σχετίζονται με την ανάπτυξη των διαφόρων μορφών καρκίνου όπως η επαγγελματική και περιβαλλοντική έκθεση σε ακτινοβολία ( πλην της ραδιενεργού η της ακτινοθεραπείας),  η χρήση του καπνού, η χρήση αλκοόλ, η παχυσαρκία και το οικογενειακό ιστορικό κακοηθείας, που δεν είχαν συμπεριλήφθη στις πληροφορίες της μελέτης αυτής .

Παρ όλα αυτά , τα αποτελέσματα της μελέτης αυτής έδειξαν την ύπαρξη μιας  θετικής συσχέτισης μεταξύ δόσεως ραδιενεργού Ιωδίου και της επακόλουθης εμφάνισης της λευχαιμίας .

Αυτό το σημαντικό στοιχείο θα πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπ’ όψη κατά την αξιολόγηση του δυνητικού οφέλους από την πιθανή βλάβη,   κατά τον σχεδιασμό της θεραπείας με ραδιενεργό ιώδιο σε  ασθενείς με καρκίνο του θυρεοειδούς ιδιαίτερα σ’ αυτούς με χαμηλό η ενδιάμεσο  κίνδυνο.

Σε γενικές γραμμές γίνεται σήμερα αποδεκτό ότι η δόση του ραδιενεργού Ιωδίου 131 που συνήθως χορηγείται για διαγνωστικούς  η θεραπευτικούς σκοπούς, για καλοήθεις παθήσεις του θυρεοειδούς, όπως είναι η αντιμετώπιση του υπερθυρεοειδισμού,  αλλά και όταν χορηγείται σε  δόσεις από 30 έως 100 mCi, σε ασθενείς με καρκίνο θυρεοειδούς, δεν αυξάνεται ο κίνδυνος για πρόκληση λευχαιμίας η για   εμφάνιση δεύτερου πρωτοπαθούς καρκίνου.

Συμπερασματικά οι ασθενείς που επιζούν  του καρκίνου του θυρεοειδούς , εμφανίζουν στατιστικά αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης δεύτερου πρωτοπαθούς καρκίνου και λευχαιμίας όταν η αθροιστική δόση του ραδιενεργού ιωδίου είναι μεγαλύτερη από 150 mCi.

 

Comments are closed.