Θυρεοειδής : ένας αδένας με μεγάλη σπουδαιότητα

Dr.Κιτοπανιδης Ιωαννης ΕνδοκρινολογοςΟ θυρεοειδής αδένας έχει σχήμα πεταλούδας και βρίσκεται στη βάση του λαιμού ακριβώς κάτω από το μήλο του Αδάμ και πάνω από το στέρνο

Αποτελείται από δυο λοβούς καθένας από τους οποίους έχει σχήμα τρίπλευρης πυραμίδας και ενώνονται μεταξύ τους με τον ισθμό. .

Το μέγεθος του αδένα ποικίλλει και εξαρτάται από το φύλλο την ηλικία και την διατροφή του ατόμου σε ιώδιο.

Το μέσο φυσιολογικό βάρος του θυρεοειδούς σε ενήλικες και σε περιοχές που δεν υπάρχει έλλειψη ιωδίου είναι περίπου 15 γραμμάρια ,  ενώ σε περιοχές με έλλειψη ιωδίου περίπου 30 γρ. Στο νεογνό το βάρος του θυρεοειδή αδένα είναι 1,5γρ και προοδευτικά αυξάνεται ώστε στην  ηλικία των 16-19ετων να έχει το κανονικό του βάρος.

Ο θυρεοειδής αδένας παράγει και εκκρίνει φυσιολογικά, τέσσερες  ορμόνες .

  • Την θυροξίνη ( Τ4)
  • Την τριιωδοθυρονινη (Τ3 )
  • Την ανάστροφη τριιδωθυρονινη (rT3 )
  • Την καλσιτονινη. (CT)

Για την παράγωγη των θυρεοειδικών ορμονών T4 και Τ3 απαραίτητο στοιχείο είναι το ιώδιο, το όποιο προσλαμβάνεται με την τροφή ως μοριακό ιώδιο , μετατρέπεται στο έντερο σε ιοντικό ιώδιο και με την μορφή αυτή μεταφέρεται με το αίμα  υπό μορφή ανόργανου ιωδίου στον θυρεοειδή αδένα, ενώ η επί πλέον ποσότητα αποβάλλεται από τους νεφρούς.

Το ιώδιο που προσλαμβάνεται από τον θυρεοειδή χρησιμοποιείται για την σύνθεση των θυρεοειδικών ορμονών ενώ η ποσότητα που πλεονάζει αποθηκεύεται για να χρησιμοποιηθεί στο μέλλον.  Υπολογίζεται ότι ο θυρεοειδής αδένας έχει απόθεμα ιωδίου για 150 ήμερες.

 ΡΥΘΜΙΣΗ ΘΥΡΕΟΕΙΔΙΚΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ

Η λειτουργία του θυρεοειδούς άδενος βρίσκεται υπό τον έλεγχο της υπόφυσης, ενός μικρού άδενος που βρίσκεται σε μια εσοχή στη βάση του κρανίου, το τουρκικό εφίππιο , που έχει μέγεθος μπιζελιού , βάρος 0,5γρ  και  θεωρείται ως ο κεντρικός ελεγκτής  όλων περιφερικών ενδοκρινών αδένων.

Η υπόφυση μέσω της παραγόμενης απ’ αυτήν,  TSHορμόνης, ελέγχει την παράγωγη των θυρεοειδικών ορμονών με ένα μηχανισμό αρνητικής παλίνδρομης αλληλορύθμισης.

Η έκκριση των θυρεοειδικών ορμονών Τ4 και Τ3 πραγματοποιείται με την μεταβολή της στάθμης της TSH. Η έκκριση  της  TSHαναστέλλεται ύστερα από αύξηση των επιπέδων της ελεύθερης θυροξίνης και τριιωδοθυρονίνης στο αίμα και διεγείρετε όταν ελαττωθούν τα επίπεδα των ελευθέρων θυρεοειδικών ορμονών.

Με την παρουσία του μηχανισμού αυτού τα επίπεδα των θυρεοειδικών ορμονών στο πλάσμα και τους περιφερικούς ιστούς παραμένουν σταθερά.

Από την άλλη πλευρά η ιδία η υπόφυση βρίσκεται υπό τον έλεγχο του υποθαλάμου μέσω της παραγόμενης απ’ αυτόν TRHορμόνης,  η οποία διεγείρει τα θυρεοτρόπα κύτταρα της υπόφυσης να παράγουν την  TSHορμόνη.

ΜΕΤΑΒΟΛΙΚΕΣ ΔΡΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΘΥΡΕΟΕΙΔΙΚΩΝ ΟΡΜΟΝΩΝ

Αι βιολογικές δράσεις της θυροξίνης και της τριιωδοθυρονίνης μπορούν να υπαχθέν σε δυο μεγάλες κατηγορίες:.

  1. Οι θυρεοειδικές ορμόνες αυξάνουν την κατανάλωση του οξυγόνου( θερμιδογόνος δράσης) , διεγείρουν την δραστηριότητα διαφόρων ένζυμων και επιταχύνουν τον ρυθμό μεταβολισμού των πρωτεϊνών, λιπών , υδατανθράκων, βιταμινών ,ανόργανων αλάτων , ύδατος και ορμονών.
  2. Αι θυρεοειδικές ορμόνες επιδρούν στην ανάπτυξη και ωρίμανση διαφόρων ιστών και κυρίως του κεντρικού νευρικού συστήματος και των οστών

Οι ορμόνες του θυρεοειδούς άδενος επιδρούν αμέσως στον ενεργειακό μεταβολισμό του οργανισμού του ανθρώπου . Η χορήγηση θυρεοειδικών ορμονών προκαλεί αύξηση των οξειδωτικών διασπάσεων στους ιστούς της καρδιάς, των νεφρών, του ήπατος , του παγκρέατος, των γραμμωτών μυών, του γαστρικού βλεννογόνου και της επιδερμίδας.

Εκδήλωση της προκαλούμενης από τις θυρεοειδικες ορμόνες αύξησης των οξειδωτικών διασπάσεων είναι η σταθερά παρατηρούμενη αύξηση του βασικού μεταβολισμού στα άτομα που παρουσιάζουν υπερθυρεοειδισμό. 

  •  Επιδράσεις στη σωματική ανάπτυξη

Αι θυρεοειδικές ορμόνες αποτελούν απαραίτητο παράγοντα για την φυσιολογική ανάπτυξη του σώματος και την ωρίμανση του σκελετού.

Έλλειψη η καταστροφή του θυρεοειδούς κατά την παιδική ηλικία προκαλεί αναστολή της σωματικής ανάπτυξης λόγω καθυστέρησης της σύγκλεισης των επιφύσεων των οστών, ενώ έλλειψη αυτών κατά την ενδομήτριο ζωή προκαλεί κρετινισμό .

  •  Επιδράσεις στο νευρικό σύστημα

Αι θυρεοειδικές ορμόνες επιδρούν τόσο στο κεντρικό όσο και στο περιφερικό νευρικό σύστημα . Σε καταστάσεις υποθυρεοειδισμού των ενήλικων  η χορήγηση θυρεοειδικών ορμονών προκαλεί αποκατάσταση των διανοητικών λειτουργιών ενώ  σε καταστάσεις υπερθυρεοειδισμού από αυξημένη ενδογενή παράγωγη  η από αυξημένη εξωγενή λήψη ,προκαλούν αύξηση της διεγερσιμότητας του νευρικού συστήματος , ευερεθιστότητα και ανησυχία λόγω αυξημένης ενεργοποίησης του δικτυωτού σχηματισμού

Στον υποθυρεοειδισμό του βρέφους η μυέλωση των νευρικών ινών είναι ελαττωματική , η δε πνευματική ανάπτυξη πολύ καθυστερημένη. Οι διανοητικές αυτές μεταβολές είναι αναστρέψιμες , εφ’ όσον αμέσως μετά την γέννηση εφαρμοστεί θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης. 

Η επίδραση επίσης των θυρεοειδικών ορμονών στο νευρικό σύστημα προκαλεί διαταραχές στον χρόνο χάλασης των μυοτακτικών αντανακλαστικών.

Έτσι στον υποθυρεοειδισμό έχουμε παράταση του χρόνου χάλασης και στον υπερθυρεοειδισμό βράχυνση.

  •  Επιδράσεις στον μεταβολισμό των υδατανθράκων

Οι θυρεοειδικές ορμόνες  προάγουν την απορρόφηση των υδατανθράκων από τον γαστρεντερικό σωλήνα και ιδιαίτερα της γλυκόζης και της γαλακτόζης.

Στον υπερθυρεοειδισμό μετά πρόσληψη  υδατανθρακούχου γεύματος , το σάκχαρο του αίματος ανέρχεται πολύ γρήγορα και ορισμένες φόρες υπερβαίνει τον ουδό απέκκρισης στους νεφρούς. Αμέσως μετά την ταχεία αυτή αύξηση , το σάκχαρο κατέρχεται επίσης ταχύτατα λογω ενεργοποίησης της δράσης της ινσουλίνης. Παρά την αυξημένη απορρόφηση της γλυκόζης από το έντερο , στους υπερθυρεοειδικούς ασθενείς η αύξηση αυτή συνοδεύεται από ελάττωση του γλυκογόνου του ήπατος γεγονός που ευνοεί την παράγωγη οξονικών σωμάτων αλλά και την ελάττωση της αντιστάσεως του ήπατος σε βλαπτικές ουσίες .

Στον υπερθυρεοειδισμό  αλλά και στον υποθυρεοειδισμό το επίπεδο του σακχάρου αίματος είναι περί τα φυσιολογικά όρια, σε αμφότερες όμως τις καταστάσεις  εμφανίζεται ευαισθησία έναντι της ινσουλίνης  με αποτέλεσμα μικρές δόσεις αυτής να είναι δυνατόν να προκαλέσουν έντονα υπογλυκαιμικά φαινόμενα.

  •  Επιδράσεις στον μεταβολισμό των λιπών

Η επίδραση των θυρεοειδικών ορμονών στον μεταβολισμό των λιπών οδηγεί σε αύξηση της σύνθεσης , κινητοποίησης και διάσπασης αυτών.

Σε καταστάσεις  υπερλειτουργίας του θυρεοειδούς άδενος η κατανάλωση ενέργειας και οξυγόνου είναι αυξημένη όπως επίσης και η θερμογένεση. Ένα σημαντικό μέρος της ενέργειας καταναλώνεται για την καύση των λιπών,  τα ελευθέρα λιπαρά και τα κετονικα σώματα αυξάνονται και το αναπνευστικό πηλίκο ελαττώνεται γεγονός που υποδηλώνει ότι υπάρχει αυξημένη λιπόλυση. Παρατηρείται επίσης αυξημένος καταβολισμός των β- λιποπρωτεινών και ελάττωση της χοληστερίνης  στο αίμα.

Σε καταστάσεις υπολειτουργίας του θυρεοειδούς άδενος παρατηρείται ελαττωμένος καταβολισμός των λιπών που εκδηλώνεται με την παρουσία χαμηλών έως φυσιολογικών τιμών ελευθέρων λιπαρών οξέων και φυσιολογικών έως αυξημένων τιμών χοληστερίνης , τριγλυκεριδίων και β-λιποπρωτεινών.. Ας σημειωθεί όμως ότι στους υποθυρεοειδικούς ασθενείς η παράγωγη τριγλκεριδίων και χοληστερίνης είναι φυσιολογική  αλλά ο καταβολισμός αυτών και ο ρυθμός απομάκρυνσης των από την κυκλοφορία, είναι ελαττωμένος .

  • Επιδράσεις στον μεταβολισμό των πρωτεϊνών.

Οι θυρεοειδικές ορμόνες στους φυσιολογικούς ενήλικες διεγείρουν την σύνθεση των λευκωμάτων. Η δράση  τους  αυτή εξαρτάται άμεσα  από τα επίπεδα των παραγομένων θυρεοειδικών ορμονών . Αυξημένη παράγωγη ορμονών δρα όχι μόνο ανασταλτικά στην σύνθεση λευκωμάτων, αλλά προκαλεί και καταβολισμό αυτών .

Έτσι μετά χορήγηση αυξημένων δόσεων θυροξίνης η τριιωδοθυρονίνης σε ευθυρεοειδικούς ενήλικες  αλλά και  στους υπερθυρεοειδικούς ασθενείς , παρατηρείται αρνητικό ισοζύγιο αζώτου και αυξημένη αποβολή στα ούρα προϊόντων διασπάσεως λευκωμάτων,  γεγονός που υποδηλώνει καταστροφή ενδογενούς λευκώματος

Στους υπερθυρεοειδικούς ασθενείς η κατάσταση αυτή σε συνδυασμό και με τον αυξημένο καταβολισμό του λίπους οδηγεί σε απώλεια βάρους.

Η μεταβολική δράση των θυρεοειδικών ορμονών στους σκελετικούς μύες είναι ορισμένες φορές τόσο βαριά ώστε,  η μυϊκή αδυναμία και το αίσθημα συνεχούς  κόπωσης να αποτελούν τα προέχοντα συμπτώματα. Επίσης η κινητοποίηση λευκώματος από τα οστά οδηγεί σε υπερασβεστιαιμία και ασβεστιουρία  και εμφάνιση οστεοπόρωσης.

Αντίθετα στους υποθυρεοειδικούς ασθενείς  όπου παρατηρούνται χαμηλά επίπεδα θυρεοειδικών ορμονών δημιουργείται θετικό ισοζύγιο αζώτου. Το κατακρατούμενο άζωτο δηλαδή οι πρωτεϊνικές ουσίες χρησιμοποιούνται όχι μόνο για τον σχηματισμό σωματικού λευκώματος αλλά και για την σύνθεση βλεννοπρωτεινών που υπό μορφή μυξώδους ουσίας εναποτίθεται στον υποβλεννογόνιο και τον υποδόριο ιστό,  Οι βλεννοπρωτείνες αυτές αυξάνουν την κατακράτηση του χλωριούχου νατρίου και προκαλούν το χαρακτηριστικό οίδημα του δέρματος κοινώς μυξοίδημα

  •  Επιδράσεις στον μεταβολισμό των βιταμινών

Στον υπερθυρεοειδισμό λόγω της αύξησης του ρυθμού του μεταβολισμού, οι ανάγκες του ανθρωπίνου σώματος σε βιταμίνες αυξάνονται και είναι δυνατόν να εμφανιστούν καταστάσεις υποβιταμίνωσης ιδιαίτερα των βιταμινών A, Cκαι του συμπλέγματος των βιταμινών Β. Σ’ αυτό συμβάλει εκτός από την αυξημένη κατανάλωση  και η διαταραχή στην απορρόφηση των από το πεπτικό σύστημα.

Στον υποθυρεοειδισμό η απουσία θυρεοειδικών ορμονών  οδηγεί σε ελάττωση της ικανότητας του  ήπατος να μετασχηματίζει την καρωτίνη σε βιταμίνη Α  και σε σημαντική αύξηση των επιπέδων της καρωτίνης μέχρι και το 3πλασιο έως το 5πλασιο του φυσιολογικού.

Η αύξηση αυτή της καρωτίνης προκαλεί και κιτρίνη χρώση του δέρματος που παρατηρείται στον υποθυρεοειδισμό.

Η απουσία επίσης των θυρεοειδικών ορμονών οδηγεί και στην εμφάνιση αναιμίας οφειλόμενης στην ελαττωμένη απορρόφηση της βιταμίνης Β12 από το πεπτικό σύστημα αλλά και στη μείωση του μεταβολισμού του μυελού των οστών. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις η χορήγηση θεραπείας υποκατάστασης με θυροξίνη αποκαθιστά τις μεταβολικές διαταραχές.  

 

 

 

Comments are closed.